ιδιωτεύω

ιδιωτεύω
(ΑΜ ἰδιωτεύω) [ιδιώτης]
είμαι ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα δημόσια πράγματα («ούδὲ γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.)
μσν.
εμποδίζω κάποιον να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, καθιστώ κάποιον ιδιώτη
αρχ.
1. (για χώρα) είμαι ανάξιος λόγου, είμαι ασήμαντος
2. (για γιατρό) ασκώ ιδιωτικά το επάγγελμά μου ως ελεύθερος επαγγελματίας («τῶν δημοσιευόντων ἰατρῶν ἰκανὸς ξυμβουλεύειν ἰδιωτεύων αὐτός», Πλάτ.)
3. είμαι άπειρος
4. (για έκφραση και ύφος) είμαι κοινός, συνηθισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰδιωτεύω — occupy a private station pres subj act 1st sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωτεύω — ιδιωτεύω, ιδιώτευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιδιωτεύω — ιδιώτεψα, ζω ως απλός ιδιώτης, δεν ασχολούμαι με τα κοινά, παύω να είμαι δημόσιος λειτουργός: Έχει αποφασίσει να ιδιωτέψει μόλις τελειώσει η υπουργική του θητεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιωτεύσῃ — ἰδιωτεύω occupy a private station aor subj mid 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station aor subj act 3rd sg ἰδιωτεύω occupy a private station fut ind mid 2nd sg ἰ̱διωτεύσῃ , ἰδιωτεύω occupy a private station futperf ind mp 2nd sg ἰ̱διωτεύσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτεύῃ — ἰδιωτεύω occupy a private station pres subj mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτευόντων — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut gen pl ἰδιωτεύω occupy a private station pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτεύει — ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτεύοντα — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act neut nom/voc/acc pl ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτεύοντι — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut dat sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτεύουσι — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”